Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Καλοκαιρινό

Πικρός και άνυδρος του κόσμου ο καημός, απλώνει ατάραχα στης δύσης τη βεντάλια. Λαγοκοιμούνται οι φύλακες και δεν τον νιώθουν, δεν ιστορούν στα παιδιά τους πονεμένα χαρτιά και φεγγάρια. Απλώνει ατάραχα στα ψεύτικα βράδια, κλειδώνουν τα στόματα και οι μυρτιές, δυνάστες και θύτες κρεμάνε φωτάκια στις αλυκές. Πονάω μητέρα, δεν φέγγουν πτηνά. Δεν ακούω ανάσες και φορτηγά. Γιατί το ένα σκούζει, το άλλο κράζει; Πόσο αγαπά το δάσος τη μιλιά;   

Θοδωρής Βελισσάρης

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Παραμύθι
Χρήστος Βακαλόπουλος 

[σήμερα αφιέρωμα στον ποιητή, στις εκδόσεις Γαβριηλίδης]


Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.


(Απόσπασμα από το 'Η γραμμή του Ορίζοντος', Εστία, 1991)

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Η Έρση έπρεπε ν’ αρέσει, 
η Μίνα έπρεπε ν’ αρέσει, 
η Βάνα είχε αγωνία γιατί έπρεπε ν’ αρέσει.

Χρήστος Βακαλόπουλος (από το Η γραμμή των οριζόντων, 1996)

Ένας εκ των τριών φίλων (Κ. Παπαγιώργης, Η. Λάγιος) / αύριο στις εκδόσεις Γαβριηλίδης:

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

από Το Πίσω Φως της Μέδουσας
της Μαρίας Σερβάκη, που σήμερα έφυγε από τη ζωή.


Τόσοι νεκροί -
δεν τόξερα -
Μενεξεδένιοι κύκλοι , πέταλα βαθιά
Λίγο πιο πέρα ακόμα
Η βλάστηση των ήχων όπου αρχίζει
Ξάγρυπνοι - κοίταξε ... τα λυσσασμένα δάπεδα
Χτυπώντας να φανερωθούν ...
Και δείχνουν , θέλουν ... Τι να θέλουν ;
Κράτη ελευθερίας σχεδιάζοντας ο ύπνος
Ίσαμε δω που προσπαθώ ακόμα να προσευχηθώ
Ξεφεύγεις , αγάπη !.. Λύνεσαι
Με τους πρώτους ξορκισμούς ...
Όμως στους ύπνους σου αυτοί γυρίζουν πάλι .
Σαν απ΄ αγιόκλημα οι δικές τους σιωπές .
Η ταραχή πριν ταξιδέψει πέρα το φεγγάρι .
Οι νεκροί έχουν μια παράξενη , σιντεφένια καρδιά
Ασυγκίνητη , λεν ... Σε μιαν αιωνιότητα , λεν
Ασυγκίνητη
οι νεκροί χαμογελούν .
Κι ω , ποιοι νεκροί ; Κι ο θάνατος - ποιος θάνατος ;
Ποια λόγια , ποια αρώματα π΄ ακόμα τους πονούν ;
Νύχτες χιλιετηρίδες η φωτιά .
Κι αυτό το δέντρο
Με τα μετάξινα μαλλιά
σημαδεμένο
’κου , λοιπόν !.. Καλούσε ! Σε
καλεί !
’λλος ως το γονάτισμα εσύ
Μες στον περιστρεφόμενον αγέρα
Ξέρεις , δεν ξέρεις ...
Τους ατσαλένιους μίσχους σφίγγεις της βροχής .
’ξαφνα εδώ έχεις σταθη χρόνια και χρόνια .
Κι ω , πάλλοντας στις μαγικές φωτοσκιάσεις
Που σε κρύβουν οι λυγμοί -
χάδια
απογνωσμένα χάδια ...
Ετούτα τ ΄ άπνοα φιλιά στο δέρμα σου να φρικιούν .

Είναι λοιπόν η ανάμνηση
Τόσο ένα όνειρο ακόμα εχθρικό
Ακόπαστο μες στην αβυσσαλέα ρέμβη που πλαταίνει ;
Είναι ηχώ ; Ένας ρυθμός μονάχα
Πούχει μείνει στα νερά
Κι όπως οι άνεμοι μαζεύτηκαν και σιωπούν
Μας κυριεύει ;

Ψυχή μου , δε γλυτώνεις πια ! Πού τριγυρίζεις ;
Το φως κεντώντας και το πρόσωπο ...
Ποιο πρόσωπο ; Σπασμένη τώρα
Πορθημένη από σύννεφο κι αφρό !..
Κι άλλο το χώμα που σκοντάφτει απάνω σου .
’λλα τα κυπαρίσσια που σου μπαίνουνε μπροστά .

Πίσω πια μην κοιτάζεις προς τις σκοτεινές κοιλάδες .
Πίσω δεν έχει τώρα - αγάπη έρωτα !
Χάνεσαι τώρα
Χάνομαι
Μαζί μου θα χαθής ως τη γαλήνη ...
’λλος μου δίδει τη φωνή .
Δεν την αντέχω .
’λλος τα όρια αναιρώντας
Που πατάει ανάμεσα .
Θυμάμαι .
Όταν αρχίζουν
Οι μικρές συνωμοσίες των κοριτσιών πίσω απ΄ τις γρίλλιες .
Στα δεκατρία , στα δεκατέσσερα η
και ακόμα πιο νωρίς .
Το πρώτο το κοκκίνισμα .
Αυλές με τα γεράνια φευγαλέες
Ως τον περίπατο στη δημοσιά .
Αργότερα ίσως πολύ
Αλλάζει καθώς περιμένουν η ματιά τους .
Εκεί μια σιωπή να σπάζει στα νεφρά
Μαζί τους δυναμώνει , λες κ΄ η αναμονή .
Κι αδημονία , αδημονία τυφλή
Στης σάρκας τη σκοτεινή διέξοδο που θέλει ...
Ώρες ψηλαφητές που στην κλειστή σου αίσθηση
Τεντώνεις την αμάχη
Ώσπου θαρρείς κ΄ οι δείχτες τρέχοντας
Της συννεφιάς και πάλι ανατρέπουν κάποια μοίρα .
Πράγματα της ημέρας απ΄ αλλού αγαπητά .
Σαν κάθε τι ολόγυρα θυμίζει .

Υπέροχο - είναι υπέροχο
Σαν αγαπάς να περιμένεις !..
Υπέροχο αναμετρώντας τις στιγμές ...
Βραδιάζοντας . Ξημερώνοντας .
Αυτό το γέλιο
Αυτό το γέλιο που κυλάει σφυρίζοντας
’λλος όπου κανένας δεν το ξέρει .
Τώρα η πιο κάτασπρη αμυγδαλιά .
Τώρα στα μυστικά σου πέλματα .
Σα σε κατέχει .
Σα σε ρίχνει μες στην άνοιξη .
Πόσο βαθιά σου γίνονται τα χρώματα ...
Τι προεχτάσεις άξαφνα μαντεύεις στο λουλούδι .
Έχεις αρχίσει κιόλας να υποψιάζεσαι ...
Μ΄ όλες τις νύχτες ανοιχτές εντός σου
Έχεις κιόλας βυθιστή .
Μέχρι του σπόρου υπόκωφη , κρυφή τη
Διπλωμένη αντίσταση απ΄ τα χρώματα
Που νιώθεις να γυρίζει
Και σχίζονται στα νεύρα σου οι χυμοί .
Το σώμα σου όνειρο να πλέει μες στην οδύνη .
Κι από τη γέννα πριν
Μια
αρχαιότητα μεταμορφώσεις .
Κ΄ ίσαμε κει τα κύτταρα σου ξυπνητά
Που αποχωρίζονται και ξέρουν .
Νέα , νέα η συγκίνηση και πάλι τόσο !
Τόσες φορές που είμαστε ερωτευμένοι ...

Μαρία Σερβάκη (1930-2015)
Από πού έρχεται

Από πού έρχεται αυτή η ερημιά,
τούτο το κρύο
πούθε ανεβαίνει;

Μα, από τους τάφους,
που ανοίγουν τα φιλιά.

Χ. Λάσκαρης

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Κομμένος όπως το λουλούδι μέσ’το βάζο

θα ζούσε το απόλυτο και ο άνθρωπος χωρίς να ζεί.

Θα ‘τανε χιόνι απάτητο

βροχή που πήρε άλλη απόφαση

και δεν θα πέσει.

Θα ‘τανε μια πασίλευκη

και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει

πως η γαλήνη είν’ ο θεός λέξη προς λέξη

δίχως να περισεύει τίποτα.


Nίκος Καρούζος

[Απόσπασμα από την Ανθολογία Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971]