Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Τραγούδι ἑνὸς πατέρα

Ὢ τοῦ σπιτιοῦ μου πρωτογέννητο καμάρι,
θυμᾶμαι τοῦ ἐρχομοῦ σου τὴν ἁγία τὴ μέρα·
μιὰ χαραυγούλα σὰν μαργαριτάρι
λεύκαινέ τον ἀστρόσπαρτο ἀκόμα αἰθέρα.

Τὸ ρόδο ὁλόδροσο δὲν ἔμοιαζες πρὶν πάρῃ
ν᾿ ἀνοίξῃ, ἀγκαλιασμένο ἀπ᾿ τὴ χλωρὴ μητέρα,
σὰν ἄπλερο καὶ σὰν ἐλεεινὸ σφαχτάρι
ἦρθες ριμμένο ἀπὸ σκληρόχερο ἐδῶ πέρα,

καὶ σὰ νὰ ζήταγες βοήθεια, ἄρχισες θρῆνο
πιὸ θλιβερὸ ἀπὸ χτύπο νεκρικῆς καμπάνας,
κ᾿ ἔσμιξε μὲ τὸ βόγγο τὸ στερνὸ τῆς μάννας

ὁ πρῶτος θρῆνος. Ἄρχισε τὸ μέγα Δράμα!
Τ᾿ ἀκολουθῶ, κ᾿ αἰστάνομαι μπροστὰ σὲ κεῖνο
ἐλέου καὶ φόβου μυστικὸ μέσα μου κλάμα.

Κωστής Παλαμάς, 1984

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 35

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Σεισμός

Εκεί που είχα βγάλει ξανά τον ίδιο δημάρχο
κι έβλεπα την πόλη να ομορφαίνει κι άλλο 
ορμάει ο δρόμος στον τέταρτο 
γλυκούλη μου λέει το 'χες ελπίσει
ν' ανέβαινα μια μέρα για καφέ
βλέπει τα κύματα στον δικό μου
κατέβαινε λέει τα μπρατσάκια
τα χρειάζομαι του κάνω για τον πατέρα μου
ανήμπορος άνθρωπος πως θα κατέβει
δε λέω αυτά βλάκα
κι ύστερα πάει στο ανιψάκι
να σ' ασημώσω αγάπη μου
το μικρό του ρίχνει ματίτσα ασαράντιστη
θα πέσω απαλό σα χιόνι
Βουτάει πάλι κάτω
13 Σεπτεμβρίου 1986
Καλαμάτα

Γιάννης Τζανετάκης

(ποίημα από τη συλλογή: 'Τα ζώα της Κυριακής')

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

καταγωγή

Το μωσαïκό της φυλετικής σου καταγωγής
έχει γίνει σε βαθιούς 
αιγιοπελαγίτικους τόνους.
Οι στιγμές της διαύγειας
ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου
κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος
για μια μονόλεπτη ανάταση.
Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα
σε τούτο το ρωμαïκό αμπέλι.

Τζένη Μαστοράκη, 'Διόδια'

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Όλος ο κήπος

Άνεμοι μαύροι ως την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ' το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ' εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρά μου.
Σ' έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ' αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ' τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ως την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.

Νίκος Καρούζος

[από την ενότητα 'Έλληνας κηπουρός με το χιονισμένο ποτιστήρι']