Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Κέρκυρα


Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία 

όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα 
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Όπου κι αν πας 
θ’ αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ’ αφήνεις μισό τελειωμένο 
Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα 
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο 
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζοντα 
στα μάτια σου

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Απομεσήμερο στον πλανήτη Κυκλάδες 

Ουρλιάζει ο γάιδαρος σαν γριέντζω 
δαγκώνει τ’ αγκωνάρια στις ξερολιθιές 
ο άνεμος τζίτζικες ξεριζώνει 
φρενάρουν τόσο λαγαρά τα κύματα τα μνήματα κι ένα γριάκι 
πάνω στα βράχια σκίζονται ξεκαρδίζονται 
σκάρτα σκούτερ σπέρνουν εμετά μεταλλικά 
σούπερ σύννεφα σκιάζουν τις ντομάτες 
τον δαίμονα μέσα στις ντομάτες 
γάτες περνούν ξυστά στη σκέψη κατακίτρινες 
ήταν μεσημέρι όταν σε πήρε και σε σήκωσε 
φως είσαι χαμένο κορμί 
ο τρικυκλάς διαλαλεί 
έχω πράμα σκασμός μεγάφωνο σαλεύει κάπως 
μπα ήταν λίγη ταραχή και πάει 
να πάλι λέω αν ρωτάτε 
η Σοφία γαλήνια κοιμάται. 


Σάκης Σερέφας,
Κάστρο Σίφνου, Ιούλιος 1999

Πηγή : Andro.gr

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

H´ 

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας 
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν 
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρὰ ποὺ κλαῖνε 
χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξεχαστοῦν οὔτε μὲ τὰ χελιδονόψαρα 
οὔτε μὲ τ᾿ ἄστρα ποὺ δηλώνουν στὴν ἄκρη τὰ κατάρτια. 
Τριμμένες ἀπὸ τοὺς δίσκους τῶν φωνογράφων 
δεμένες ἄθελα μ᾿ ἀνύπαρχτα προσκυνήματα 
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες. 

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας 
πάνω στὰ σαπισμένα θαλάσσια ξύλα 
ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι; 

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας 
τὴ δροσιὰ τοῦ πεύκου πιὸ δύσκολα κάθε μέρα, 
κολυμπώντας στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας 
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας, 
χωρὶς ἁφὴ 
χωρὶς ἀνθρώπους 
μέσα σε μία πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δική μας 
οὔτε δική σας. 

Τὸ ξέραμε πὼς ἦταν ὡραῖα τὰ νησιὰ 
κάπου ἐδῶ τριγύρω ποὺ ψηλαφοῦμε 
λίγο πιὸ χαμηλὰ ἢ λίγο πιὸ ψηλὰ 
ἕνα ἐλάχιστο διάστημα.

Γ. Σεφέρης

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Θάλασσα

Ομως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο
θανάσιμο πάθος δεν θα γαληνέψουν

Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κι είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της -- μπλαβό εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο --
κάποια παράξενη θωριά.

Κ. Καρυωτάκης
Νίκος Καρούζος, 9 ποιήματα απ' τη φωνή του -αντί μουσικής-

http://www.youtube.com/watch?v=KOb5NaWzHNE

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Κάτι μέσα μου δακρύζει διαρκώς,
αποτραβιέται σε μια γωνιά να μην το βλέπουν
και δακρύζει.

Κώστας Μόντης

A lane of Yellow led the eye (1650)

A lane of Yellow led the eye 
Unto a Purple Wood 
Whose soft inhabitants to be 
Surpasses solitude 
If Bird the silence contradict 
Or flower presume to show 
In that low summer of the West 
Impossible to know -


Emily Dickinson

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

[κλεμμένο απ' τον τοίχο του facebook αφιερωμένο στην Μάτση Χατζηλαζάρου, ένα δικό της ποίημα]


ΜΑ ΑΛΙΜΟΝΟ ΜΟΥ

…Μα αλίμονο μου
Αγαπάω τα μαλλιά σου
Χωρίς να ‘μαι η χωρίστρα σου
Ούτε για μια μέρα
Αγαπάω το χέρι σου
Και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάκτυλα σου
και ποτέ δεν με κατάπιες
ζεστή γούλια καφέ
μόλις χυμένη μες το φλυτζάνι
θα ‘τανε καλοκαίρι κοντά σε θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτζανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου..


Μάτση Χατζηλαζάρου
ΤΟ ΔΙΧΩΣ ΑΛΛΟ 1985

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ατθίδα


Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

Σαπφώ, μτφρ. Ο. Ελύτη

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Φώτης Κόντογλου (1895 - 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 1965)

Οι απλές χαρές του καλοκαιριού

Βλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ, τώρα τὸ καλοκαίρι, νὰ ξεμακρύνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς πολιτείας. Ἂν τοῦ ἀρέσει ἡ θάλασσα, ἂς πάει σὲ κανένα νησί, ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμα χαλασμένοι οἱ νησιῶτες, ἢ σὲ κανένα ψαραδοχώρι. Νὰ μὴν κουβαλήσει ὅμως μαζί του τὴν πολιτεία, ὅπως κάνουνε πολλοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ θέλουνε νὰ ἀφήσουνε τὴν ταραχὴ πίσω τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κουβαλᾶνε μαζί τους ὅλα τὰ περίπλοκα καὶ κουραστικὰ καθέκαστα τῆς πολιτείας. Πάρε μαζί σου ὅσο λιγώτερα πράγματα μπορεῖς. Γιατί, τὸ πιὸ μεγάλο κέρδος ποὺ θά ῾χεις πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα τέτοιο μέρος, θά ῾ναι ἡ φχαρίστηση ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος σὰν τοῦ λείψουνε πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ ἔχει στὴν πολιτεία τόσο εὔκολα, καὶ ποὺ ἐκεῖ πέρα θὰ τοῦ φαίνεται σὰν κάποια μεγάλη ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τὸ πιὸ παραμικρὸ πρᾶγμα. Δυστυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς λείπει τίποτα, καὶ δὲν ἔχουνε τὴν ἐλπίδα νὰ λαχταρήσουνε κάποιο πρᾶγμα, εἴτε φαγητὸ εἶναι, εἴτε ξεκούρασμα, εἴτε ὁμιλία, εἴτε ζεστασιά, εἴτε δροσιά. Καὶ καλότυχοι ἀληθινὰ ὅσοι δὲν τὰ ἔχουνε ὅλα εὔκολα, καὶ γιὰ τοῦτο γίνουνται γιὰ δαύτους ὁλοένα νέα καὶ δροσερὰ ὅλα τὰ πράγματα
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Ένα ποίημα του Χρήστου Μαυρή, δημοσιευμένο στο Ποιείν.


Ο καφές του Μίλτου Σαχτούρη

Του Γιώργου Μαρκόπουλου
για τις υποδείξεις του



Στην Φωκίωνος Νέγρη, όπως πάντα,
ο ποιητης Μίλτος Σαχτούρης
απολαμβάνει τον καφε του
αδιαφορώντας προκλητικα
για τους θαμώνες γύρω του
που κρυφογελάνε και σχολιάζουν
(πικρόχολα μερικες φορές)
γιατι φοράει στα πόδια του
μια κόκκινη και μια άσπρη κάλτσα.

Την ίδια ώρα
πλήθος διψασμένα πουλια
μαζεύονται
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
που έχει το φλιτζάνι με τον καφε του
και το αφράτο παξιμάδι του.
Ένα ένα τα πουλια
τσιμπολογάνε ένα σπυρί
από το παξιμάδι του ποιητή
και ύστερα χάνονται
μέσα στην φλεγόμενη πολιτεία
αφήνοντας για ενθύμιον
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
απο μια μεγάλη κουτσουλια.

Μια μεγάλη κουτσουλια,
παρόμοια με χρυσαφένιο νόμισμα.

30/7/2004

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

A la pointe acérée

Είναι γυμνές οι φλέβες των ορυκτών, οι κρύσταλλοι
στις πτυχές των πετρωμάτων.
Άγραφο, που
σκλήρυνε κι έγινε γλώσσα, αφήνει
έναν ουρανό ελεύθερο.

(Πρός τα πάνω ριγμένοι, στο φως,
λοξά, έτσι
κι εμείς πλαγιάζουμε.

Πόρτα εσύ μπροστά του άλλοτε, πίνακας
με το σκοτωμένο
αστέρι από κιμωλία:
το 
έχει τώρα ένα μάτι - που διαβάζει;)

Δρόμοι για εκεί.
Ώρα του δάσους πλάι
στο γάργαρο αυλάκι της ρόδας.
Από κάτω
μαζεμένο,
μικρό, σχισμένο
βελανίδι: κάτι ανοιχτό
και μαυρισμένο, που
το ρωτάνε δάχτυλα σκέψεις
για - -
για που;

Για
το ανεπανάληπτο, για
αυτό για 
όλα.

Γάργαροι δρόμοι για εκεί.

Κάτι, που προχωράει, αχαιρέτιστο
σαν να' γινε καρδιά,
έρχεται.

Paul Celan
(μτφρ. Χρήστος Γ. Λάζος)
από τη συλλογή 'Του κανενός το ρόδο'

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Να στέκεσαι, στη σκιά
του στίγματος στον αγέρα.

Για - κανέναν - και - για - τίποτε - να στέκεσαι.
Αγνώριστος,
μόνος για τον εαυτό σου.

Με όλα, όσα βρίσκουν χώρο μέσα του
και χωρίς
λόγια.

Paul Celan
μτφ: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

[το υστερόγραφο που δεν υστερεί]

Υστερόγραφο

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Θα πνεύσει ένας άνεμος φορτωμένος
Νεκρά φύλλα
Φωνές λησμονημένες

Αθόρυβα θα περάσετε
Το παγερό παράθυρο
Που ανοίγει προς τη νύχτα
Νύχτα σκληρή
Πιο τρομερή κι απ’ όλους τους ανέμους
Πιο άδεια κι απ’ την απουσία

Θα ’ναι βαθιά η τρυφερότητά σας
Και το φιλί της αγάπης
Θα σας φωτίσει

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Ας ταξιδέψει το χαμόγελό σας
Από στόμα σε στόμα

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Θέλω να ‘μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι’ αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.


Τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ’ το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ’ ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ’ ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.


Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.


[Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα απ' τον Μικρό Ναυτίλο. 

Για την πανσέληνο και την πρώτη ψυχή.]

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Της αγάπης αίματα


Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο


Οδυσσέας Ελύτης, 1964