Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

For international readers a poem by Aris Alexandrou


My every word

when touched by the tongue

is reminiscent of bitter almonds

From my every word

there’s an afternoon missing

with mother’s hands on the bread

and light dripping from the child’s spoon

into the towel.


Aris Alexandrou from Poetics (trnsl by myself)
Του Μίλτου Σαχτούρη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014


Ο Μάρκος Μέσκος που σήμερα έχει την τιμητική του: κρατικό βραβείο ποίησης για τα 'Λύτρα' (και όχι μόνο...)



Χωρίς θέμα


Βαρκούλα μανούλα πού πάμε; 

Λέγαμε πάντα αγάλματα δεν υπάρχουν κόκκαλα μόνο
μια χλόη που γέρνει πάλι στο χώμα κι άγρια πουλιά
(όσα ξεφύγαν)· άπιστης χαρμολύπης εν τέλει η σιγαλιά
πλάγιασε μαλακά στο αλεύρι και θέρο και καταχείμωνο.

Πάλι ρωτάς τί απόμεινε; Κονάκι κλειστό στην πόρτα αλυσίδα
(θα φύγουμε απ’ τό σπίτι τελευταίοι) τα υπόλοιπα βήματα
κάπου εδώ γύρω ξερός πηλός στα χέρια κάποιου κανατά —
ψιθύρισε λοιπόν κι εσύ γνωστόν και άγνωστον είδος η ελπίδα.

Βάρκα που μπάζει από παντού και τα ποντίκια έχουν λακίσει
(πόσοι άραγε κατάλαβαν;) δεμένος είναι ο κόσμος, τρομάζει,………………………ενώ
μεγάλη η τρομερή σιωπή για όλους μα όχι μερίδιο κοινό·

δίκαιο θα ’ναι νά ’ρθουν τα πάμπολλα νερά που έχει η Φύση
ό,τι ονομάστηκε κακό, πλημμύρα ατέλειωτη από μάγισσα βροχή
ίχνος κανένα μην αφήσει — να πάει στο διάολο ή να γυρίσει
……………………….πίσω η Εποχή;

Σημειώσεις, τχ. 42, Δεκέμβριος 1993

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Ανατομικά ο Χρόνος παρουσιάζει τα εξής φαινόμενα. Στην αρχή φανερώνεται ένας μολυβένιος ουρανός. Οι αρτηρίες των ωκεανών φωτίζονται εκτυφλωτικά. Μαύρα πουλιά οι περιφερόμενοι αναστεναγμοί. Σκιές οι θλίψεις των νεκρών. Το χρώμα γίνεται βαθυπράσινο. Μιά κόκκινη κηλίδα από αίμα στο βάθος μεγαλώνει. Μιά κραυγή. Το σχήμα εξαφανίζεται. Και μένει τέλος η απορία των καθηγητών μπροστά σε μία κατάμαυρη πλάκα ακτινογραφίας. Ο σκελετός του Χρόνου δεν έχει φύλλο. Είναι άντρας και γυναίκα μαζί.

Μάνος Χατζιδάκις

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

[Παγκόσμια ημέρα ποίησης σήμερα, και κάθε μέρα, σιωπηλά]


Αντονέν Αρτώ, Γράμματα στη Génica Athanasiou

Κι αν ποτέ η ζωή μας χώριζε, οι ψυχές μας θα
μπορούσαν να επουλωθούν με τον καιρό, αλλά
θα έμεναν κατώτερες.

τη θαμπή απόχρωση του δέρματός σου και τα λαμπερά
σου μάτια, σαν ένα νερό μέσα από φρέσκα φύλλα.

Η ζωή μου όλη είναι κόλαση, εάν δε μου γράφεις. Θέλεις
να έχεις ελέυθερη τη ζωή σου, θα την έχεις, μα δεν θα
σου φέρει ευτυχία το να την αρχίσεις με τη ρημαγμένη
ζωή ενός ανθρώπου στο κατώφλι σου. κι αυτός να είμαι εγώ.

Έξω από σένα δεν θα υπάρχει πια ολοκλήρωση για μένα
σε τίποτα μέσα σ’αυτή τη ζωή που αποτραβιέται αλλω-
στε από μένα κάθε μέρα, κεραυνοβόλα, μες στους
πόνους μιας παράλογης γέννας. Αποτρόπαιος τοκετός
φαντασμάτων.

Το χρόνο που περνούν οι άλλοι για να ζήσουν, εγώ
τον περνώ για ν΄ απογοητεύομαι.

Και σε λατρεύω. Έχω χαραγμένο το βλέμμα σου μες
στο μυαλό μου, πιο βαθύ κι από μαχαιριά.

Πρέπει να μου βρεις ηρωίνη με κάθε τρόπο και πρέπει
να σκοτωθείς να μου την φέρεις εδώ.-Να που
βρίσκονται τα πράγματα-

*Μετάφραση: Ελένη Μαχαίρα

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014


[Για την μητέρα φύση, που επισκιάζει συχνά το υπέργειο με την κυριαρχία της]



NATURE, the gentlest mother,
Impatient of no child,
The feeblest or the waywardest,—
Her admonition mild

In forest and the hill 5
By traveller is heard,
Restraining rampant squirrel
Or too impetuous bird.

How fair her conversation,
A summer afternoon,— 10
Her household, her assembly;
And when the sun goes down

Her voice among the aisles
Incites the timid prayer
Of the minutest cricket, 15
The most unworthy flower.

When all the children sleep
She turns as long away
As will suffice to light her lamps;
Then, bending from the sky, 20

With infinite affection
And infiniter care,
Her golden finger on her lip,
Wills silence everywhere.

Emily Dickinson

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Τζένη Μαστοράκη- το τριζόνι της ποίησης: μες στο κατακαλόκαιρο έχεις συνηθίσει τους ήχους της, αλλά χωρίς αυτήν καλοκαίρι δεν υφίσταται!

[εδώ μεταφρασμένη στα Γερμανικά]
http://www.poiein.gr/archives/26370/index.html#more-26370

Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
- τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσικλέτα
με καρότσα για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Η έξωση

Μανόλης Πρακτικάκης

Σας μιλώ  όπως πάντα φευγάτος. Σας κοιτώ
όπως κοιτάνε τα χώματα μέσα απ' τα μάτια των δέντρων.
Ακούω τις ασπρόμαυρες φωνές σας.
Και τι πιστά που παίζετε μέσα στην κίνηση τους ζωντανούς.
Τις κακόφημες ώρες περνώ απ' το μπαρ. Βοσκάω
τα χτυπημένα ελάφια. Φορώ φθαρμένα ρούχα και
καπνίζω. Δεν άλλαξα, βλέπετε, συνήθειες όπως κι εσείς.
Μετά την έξωση μονάχα άλλαξα υπόγειο.
Κάτι ανεπαίσθητο σαν ανάλαφρη ψύχρα.
Ύπτιος τώρα, με απαλές κινήσεις, ανεβαίνω, κάτω
απ' την επιφάνεια και τρώγω τις αγαπημένες μου
αγκινάρες από τη ρίζα.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Η φύση του πράγματος

Κάτι έχει αυτός ο άντρας, κάτι έχει.
Κάτι έχει κρεμασμένο στο λαιμό του,
Ένα βραχνά, μια ποινή, μια πεποίθηση,
Κάτι που δένει τα νεύρα του
Με το λουρί του σκύλου απ' την καρέκλα,
Όπου το ομοίωμά του κάθεται
Μ' ολόκληρο το χοντροκόκαλο σώμα.
Και μέσα από τις μπογιές τις χυμένες
Απ' άκρη σ' άκρη στον ουρανό της βεράντας
Μπαίνει στο πλάνο φέρνοντάς του τον καφέ
Μια γυναίκα που δεν έχει ξαναδεί
Με τρίδιπλα σκεπασμένα χέρια.

Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια,
Πάλι θ' ακούω με τα μάτια.
Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι.
Και θα' μαι τόσο περιττή όσο η ζάχαρη
Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας.

Δήμητρα Χριστοδούλου

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014



Πότε ἔφευγα τὴν γειτνίασιν τοῦ ἀτάκτου παιδίου, ἢ ἐζήτουν στερεώτερον πέδον εἰς τὴν ἄμμον τὴν χονδρήν, εἰς τὸ μεσαῖον στρῶμα ὅλου τοῦ πλάτους τῆς ἀμμουδιᾶς. Ἐκεῖ χαλίκια καὶ ὄστρακα καὶ φύκη ξηρά, καὶ γιαλόξυλα θαλασσοποτισμένα, ἐκβρασμένα ἀπὸ τὰς τρικυμίας τοῦ Εὔρου καὶ τοῦ Λιβός. Καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ φύκη καὶ τὰ ξύλα καὶ τὰ ὄστρακα, ράκη ἀπὸ δίκτυα καὶ φελλοί, καὶ σκασμένα στίλβοντα, ὡς ἀπολιθωμένα, μικρὰ ψαράκια. Καὶ ἀνάμεσα εἰς ὅλ᾿ αὐτά, τόπια καὶ πανάκια λευκά, πεταμένα, καὶ μάγια…

Ἀνέλαβα ἓν ἐξ αὐτῶν ―καὶ μετέπειτα ἔνιψα ἑπτάκις τὴν χεῖρα εἰς τὸ κῦμα― καὶ τὸ ἔσχισα, νὰ ἰδῶ τί εἶχε μέσα. Ἦτον εἶδος τόπι, σφαῖρα ἀπὸ ὕφασμα πυκνὸν καὶ σφιχτόν. Περιεῖχε πανὶ καὶ κλωστήν, καὶ πάλιν πανὶ καὶ παραμέσα πάλιν ἄλλο πανὶ καὶ κλωστήν ― ὅμοια μὲ τὰ κυτία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρουσιάζει εἰς τοὺς χάσκοντας θεατὰς ὁ θαυματοποιός, κυτία μικρά, καὶ κυτία μικρότερα ἀλλεπάλληλα ἐπ᾿ ἄπειρον. Τί εἴδους φίλτρα νὰ ἐσήμαινεν ἆρα τοῦτο;


Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Απόσπασμα από το Φλώρα ή Λάβρα (1925).
Σαν σήμερα γεννήθηκε, 4 Μαρτίου 1851

(εδώ το διήγημα και μία εκτενής παρουσίαση της εργογραφίας του: http://papadiamantis.org/works/58-narration/418-04-68-flwra-h-layra-1925)

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο'
πίκρα του παραλήπτη -
ενός αγνώστου
σ' άλλη γη
που δε θα λάβει.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο'
το ράμφος ήδη πέταξε
σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς
στα παιδικά μου δάχτυλα.

Απ' τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ' όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
"Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε".

Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει", 1986